δίχτυ

δίχτυ
και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον
Μ και δίκτυ και δίκτυν)
1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων
2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για ποικίλες χρήσεις (α. «δίχτυ για ψώνια» β. «δίχτυ για τα μαλλιά» — φιλές που προστατεύει το γυναικείο χτένισμα
γ. «δίκτυο αντιτορπιλλικό» — μετάλλινο πλέγμα για την προστασία τών πλοίων από τις τορπίλλες)
3. παγίδα, τέχνασμα
4. κιγκλίδωμα που χωρίζει το άγιο βήμα ή τον σολέα από τον κυρίως ναό
νεοελλ.
1. σύμπλεγμα γραμμών που διασταυρώνονται σε ορισμένα σημεία («οδικό, σιδηροδρομικό δίκτυο»)
2. σύστημα μυϊκών, νευρικών, αγγειακών διακλαδώσεων
3. σύστημα ή οργανωμένη ομάδα για τη μεταβίβαση πληροφοριών, τη διακίνηση εμπορευμάτων κ.λπ. («δίκτυο κατασκοπίας», «δίκτυο ναρκωτικών», «δίκτυο αρχαιοκαπηλίας»)
4. αριθμός αλληλοεξαρτώμενων κυκλωμάτων που μεταφέρουν και διανέμουν τον ηλεκτρισμό, τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα κ.λπ. («εθνικό, τηλεπικοινωνιακό ή αποχετευτικό δίκτυο»)
5. φρ. α) «το δίχτυ τής αράχνης» — ο ιστός
β) «τα δίχτυα τής αγάπης» — ερωτικός δεσμός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς
γ) «έπεσε ή πιάστηκε στα δίχτυα της» — την αγάπησε χωρίς να τό επιδιώξει ή έγινε υποχείριο της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίκτυς, όνομα δηλωτικό ενέργειας («ρίψη, βολή, εκσφενδόνιση») που θα προερχόταν από το δικείν* «βάλλω, κτυπώ». Ο τ. δίκτυ πιθ. κατ' απόσπαση από το συνθ. δικτυβόλος. Υποστηρίχθηκε ότι το μυκην. dekutuwoko πιθ. σήμαινε «αυτός που κατασκευάζει δίχτυα», ενώ το αρχικό de- ερμηνεύεται ως οφειλόμενο στην προελληνική προέλευση τής λέξεως. Και πάλι όμως δεν αποκλείεται η σχέση με το δικείν αν υποτεθεί για τον μυκην. τ. η γραφή δεικτυ- (πρβλ. κλειτύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δίχτυ — το 1. πλέγμα από λεπτό σχοινί ή σύρμα: Ψαράδικο δίχτυ. – Δίχτυ του τένις. 2. μτφ., πλεκτάνη, παγίδα: Πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ …   Dictionary of Greek

  • αψίδα — Κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα από πέτρες ή τούβλα. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, α. λέγεται η κόγχη των ναών. Η λέξη α. είχε στην αρχαία ελληνική άλλη σημασία και χαρακτήριζε κυρίως το δίχτυ, αλλά και τον βρόχο και τη θηλιά. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”